λοιβᾶς

λοιβᾶς
λοιβή
pouring.
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λοιβάς — λοιβά̱ς , λοιβή pouring. fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκπροχέω — ἐκπροχέω (Α) 1. αφήνω να χυθούν, να στάξουν προς τα εμπρός («λοιβὰς ἐκπροχέων») 2. βγάζω, εκστομίζω («ἐκπροχέων ἰαχάν») 3. αφήνω να ξεχυθούν, να πέσουν («ἐκπροχέουσα πλοκάμους») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”